- παρεγκλίνω
- Α [εγκλίνώ]1. δίνω πλάγια κλίση σε κάτι, τό κάνω να κλίνει προς τα πλάγια2. τοποθετώ δίπλα ή κοντά σε κάτι3. κλίνω, γέρνω προς τα πλάγια4. παρεκκλίνω, αλλάζω πορεία5. μτφ. παρεκτρέπομαι, περιφέρομαι άσκοπα6. διαφοροποιώ ελαφρά, αλλάζω κάπως τη σημασία λέξεων («παρεγκλίνοντες την λέξιν», Αθήν.)7. (για τον ήλιο) διέρχομαι από τον μεσημβρινό.
Dictionary of Greek. 2013.